- πεφυκότως
- πεφῡκότως, Adv. of φύω ([etym.] πέφῡκα),A naturally, opp. πεπλασμένως, Arist.Rh.1404b19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεφυκότως — Α επίρρ. φυσικά, με φυσικότητα («δεῑ... μὴ δοκεῑν λέγειν πεπλασμένως, ἀλλὰ πεφυκότως», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. πεφυκώς, ότος τού φύω] … Dictionary of Greek
πεφυκότως — πεφῡκότως , πεφυκότως naturally indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)